Μια Ιδέα Για Την Ελλάδα

Η παγκοσμιοποίηση πολλών παραμέτρων της ζωής είναι ένα πραγματικό γεγονός, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Όπως δεν επιδεχόταν η ανακάλυψη της φωτιάς, του τροχού, του ατμού, των μηχανών, της τηλεόρασης κ.ο.κ.
Το ερώτημα δεν είναι ναι ή όχι στη παγκοσμιοποίηση, αλλά πως την διαχειρίζεται κανείς.
Πως διαχειρίζεται το παγκόσμιο οικολογικό πρόβλημα, τα παγκόσμια δίκτυα επικοινωνίας, την ξηρασία, την πείνα, τις ασθένειες για μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού, τη μετανάστευση, τις ενεργειακές πρώτες ύλες του πλανήτη, τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, τις πολεμικές συγκρούσεις, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, το σημερινό παγκόσμιο σύστημα πολιτικής διαχείρησης μέσω των διάφορων διεθνών οργανισμών και του ΟΗΕ και πολλά άλλα ζητήματα που διαρκώς ανακύπτουν.
Απέναντι στη τυχάρπαστη κι επικίνδυνη σημερινή παγκόσμια διαχείρηση λίγων πολυεθνικών εταιρειών, λίγων δικτύων επικοινωνίας, διεθνών οργανισμών αδρανών ή ελεγχόμενων από ορισμένες μόνο μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις, απέναντι σε ποικίλες οπισθοδρομικές τοπικές θρησκευτικές και πολιτικές εξουσίες που αντιδρούν στη παγκοσμιοποίηση όχι χάριν των λαών αλλά χάριν των δικών τους θιγόμενων εξουσιών και προνομίων, εκμεταλλευόμενες τις δίκαιες αντιδράσεις στη σημερινή παγκοσμιοποίηση, θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα παγκόσμιο κίνημα δημοκρατικής, οικολογικής και δίκαιης παγκόσμιας διαχείρησης.
Με δυό λόγια το αίτημα της Παγκόσμιας Δημοκρατίας είναι απολύτως επίκαιρο κι επιτακτικό. Και πρέπει, τώρα όχι αύριο, να τεθεί και να συζητηθεί παγκόσμια, το τι μορφές μπορεί να πάρει. π.χ. Ενός δημοκρατικά εκλεγμένου Παγκόσμιου Κοινοβούλειου, παγκόσμιων δικτύων επικοινωνίας ελεγχόμενων από αυτό κι ότι άλλο προκύψει μέσα από μια οικουμενική διαβούλευση και διεκδίκηση.
Η δημοκρατική διαχείρηση του πλανήτη δεν σημαίνει την ομογενοποίηση των τοπικών πολιτισμών, οικονομιών, κοινωνιών. Όσο ο ήλιος θα εξακολουθεί, να στέλνει με διαφορετικό τρόπο τις ακτίνες του στις διάφορες γωνιές της γης, τόσο θα υπάρχουν πάντα διαφορετικές συνθήκες κι ανάγκες.
Ίσα ίσα μπορεί να σημαίνει την καλύτερη αξιοποίηση των τοπικών διαφορών προς όφελος των λαών, μέσα από ένα ζητούμενο δίκαιο παγκόσμιο σύστημα που θα συνδυάζει την τοπική αυτάρκεια, την ανταλλαγή και την αλληλεγγύη.

Στη σημερινή εποχή και μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα παγκόσμιας δημοκρατικής ανάγκης και διεκδίκησης ίσως δίνεται στην Ελλάδα, μια ιστορική ευκαιρία να παίξει έναν ιδιαίτερο ρόλο ως εστία συνάντησης του παγκόσμιου πολιτισμού.
Όχι γιατί εμείς οι Έλληνες είμαστε καλύτεροι ή χειρότεροι από άλλους λαούς, χαρισματικοί ή άλλα ηχηρά παρόμοια. Μια τέτοια εξ’ άλλου έπαρση πέρα από ότι αναδεικνύει μικροπρέπεια, αντιβαίνει στις αρχές της δημοκρατίας.

Η ιστορική ευκαιρία προσφέρεται για τους ακόλουθους λόγους:

1.Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα που, εκτός από τις τοπικές αντιθέσεις με γειτόνους της και τέτοιες τοπικές αντιθέσεις υπάρχουν σχεδόν παντού στη γη, δεν έχει εμπλακεί σε παγκόσμιες αντιπαλότητες, ούτε αποτελεί απειλή για κανέναν.

2.Από γεωγραφική θέση, βιοκλιματικό και πολιτισμικό περιβάλλον, πλησιάζει ένα παγκόσμιο μέσο όρο, σχετικά φιλόξενο, βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, οι αποστάσεις που την χωρίζουν από τα πιο πυκνοκατοικημένα μέρη της γης είναι σχετικά ισομερείς. Δεν είναι τυχαίο, ούτε έχει να κάνει μόνο με την ιστορία, αν κι αυτή έχει επίσης τη σημασία της, ότι η Μεσό-γειος ονομάζεται έτσι.

3.Ορισμένα στοιχεία του ελληνικού πολτισμού, γλώσσα, γραπτά κι ανάγλυφα κειμήλια, έχουν μια τέτοια διαχρονικότητα και ποικιλία, που σε πολύ λίγα άλλα μέρη του πλανήτη συναντώνται π.χ. Κίνα, Ισραήλ, Ινδία, Ιταλία, Περού κι εκεί πάλι μάλλον σε μικρότερο συγκριτικά εύρος και χρονικό βάθος.

Εδώ ανοίγει μια παρένθεση για να λυθεί(;) μια παρεξήγηση.
Υπάρχουν Έλληνες που όταν ακούν για αρχαία Ελλάδα σηκώνεται αυτόματα η τρίχα τους κι άλλοι που φουσκώνουν σα διάνοι. Μάλλον είναι και οι δύο στάσεις άστοχες και περιττές. Η επίκληση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ως άλλοθι για τη κακομοιριά του νεοελληνικού πολιτισμού ή ως τεκμήριο ρατσιστικής υπεροχής είναι προφανώς άτοπη. Άτοπη όμως είναι και η μη αναγνώριση της σημασίας του αρχαίου πολιτισμού και της σχετικής πολύπλευρης αξίας του για τη σύγχρονη Ελλάδα και τον κόσμο, εν ονόματι της αντιστράτευσης στη κομπορρυμοσύνη και στη ρατσιστική γελοιότητα.

Λέγεται ότι ένας λαός δίχως μνήμη δεν έχει μέλλον, με την έννοια ότι δεν αξιοποιεί τις θετικές κι αρνητικές του εμπειρίες. Μία ανθρωπότητα δίχως μνήμη έχει μέλλον;
Ποιά είναι η μνήμη της ανθρωπότητας; Προφανώς τα πάντα. Η βουλγάρικη, η τούρκικη, η κινέζικη, η αμερικάνικη, η ινδιάνικη, η επιστημονική, η θρησκευτική, η πολιτική, η μεταφυσική κ.ο.κ. μνήμη, αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα της παγκόσμιας μνήμης. Κάθε τμήμα έχει την αξία του και κανένα δεν μπορεί να αναγορευτεί σε καλύτερο ή χειρότερο από το άλλο. Το ελληνικό τμήμα, έχει μια ιδιαίτερη αξία, αναγνωρίσιμη λίγο ως πολύ από όλους τους λαούς του κόσμου.
Η αξιοποίηση, δίχως επιλεκτικούς αποκλεισμούς, της παγκόσμιας μνήμης και γνώσης σε όλους τους τομείς έχει ιδιαίτερη σημασία για τη σημερινή επιβίωση της ανθρωπότητας

4.Φαίνεται πως ο παγκόσμιος συσχετισμός των δυνάμεων εισέρχεται σε μια νέα περίοδο πολυπολικότητας. Η αλλοτινή κυριαρχία των δύο υπερδυνάμεων ΗΠΑ κι ΕΣΣΔ και η πιό πρόσφατη αμερικανική μονοκρατορία δεν υφίστανται πιά. Σε ένα τέτοιο πολυπολικό περιβάλλον κι αξιοποιώντας όλους τους προαναφερθέντες παράγοντες, ίσως έχει τύχη μια πρόταση, να γίνει η Ελλάδα χώρος παγκόσμιας συνάντησης με την έννοια της φιλοξενίας στο έδαφός της παγκόσμιων οργανισμών, συναντήσεων, συνεδρίων, διεθνών Πανεπιστημίων, Ακαδημιων κ.λ.π.
Δεν θα έπεφτε άσχημα στους Κινέζους, στους Ινδούς, στους Λατίνους και Λατινοαμερικάνους, στους Ρώσσους, στους Άραβες, σε τμήμα των Αμερικάνων και γιατί όχι και στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μιας και είμαστε σε αυτήν, να συνευρίσκονται εδώ πολιτικοί, επιστήμονες, φιλόσοφοι, ιστορικοί, γλωσσολόγοι, οικολόγοι, καλλιτέχνες κ.λ.π. από όλο τον κόσμο.

Να γίνει δηλαδή η Ελλάδα μια σεβαστή ουδέτερη ζώνη, εστία συνάντησης του παγκόσμιου πολιτισμού.

Μια τέτοια προοπτική προϋποθέτει, εκτός από την ενδεχόμενη ευνοϊκή διεθνή συγκυρία, τεράστια προσπάθεια και μεταβολές στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας και στη λειτουργία των θεσμών της.
Πρακτικά αυτό σημαίνει, να πετύχουμε, να λειτουργεί η Ελλάδα συνέχεια, όπως λειτούργησε για 15 μέρες στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Κατ’ άλλη, πρακτική επίσης διατύπωση, να μη λειτουργεί όπως λειτούργησε κατά τη διάρκεια των περσινών καλοκαιρινών πυρκαγιών. Ή όπως λειτούργησε κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου διαστήματος της σύγχρονης 180χρονης ιστορίας της.
Δηλαδή να μην είναι εξαρτημένη, ξενόδουλη ή ξενόφοβη. Αντιδημοκρατική και κοινωνικά άδικη. Μισαλλόδοξη, φανατισμένη, διχαστική, ατομικιστική. Να μη ρίχνει ο κάθε πολίτης, κρατικός λειτουργός, πολιτικός την ευθύνη στον άλλο πολίτη, κρατικό λειτουργό, πολιτικό.
Να μην λειτουργούμε πρόχειρα, απρογραμμάτιστα, κομπιναδόρικα, ασύδοτα, διεφθαρμένα. Να μην «τσιμπάμε» στο διαίρει και βασίλευε αναμεσά μας και με τους γειτόνους μας σα χώρα. Να εφαρμόζουμε, αυτό για το οποίο κομπάζουμε και λέγεται πολιτισμός και που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο αμοιβαίος σεβασμός.

Είναι αλήθεια πως η σύγχρονη ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος συγκροτήθηκε «τσάτρα πάτρα» ανταποκρινόμενο, στις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού που όμως ούτε μεγάλη συνοχή είχε ούτε παιδεία, στα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων να κατακερματίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και στην επιθυμία διαφόρων Ελλήνων και ξένων διανοουμένων να αναστήσουν τα πιό όμορφα από τα στοιχεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Καλώς έγινε το συνοθύλευμα.
Μα μήπως έφτασε ο καιρός να το πάμε παραπέρα, να το αυτοθεσπίσουμε 180 χρόνια μετά, όπως εμείς τώρα το επιθυμούμε κι όχι όπως το παραλάβαμε από δυνάστη σε δυνάστη ή από γενιά σε γενιά;

Χωρίς την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή, συλλογικότητα και δημιουργικότητα, χωρίς τη μικρότερη δυνατή μισαλλοδοξία, χωρίς τη μέγιστη δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και φροντίδα για το οικιστικό και φυσικό περιβάλλον, μια τέτοια προσπάθεια δεν μπορεί να πετύχει.
Υπάρχει η «κρίσιμη μάζα»; Ας δώσει ο κάθε ένας την απάντησή του.

Ερωτήματα Ενος Αριστερού

Πίστεψα ότι «ελευθερία είναι η συνείδηση της αναγκαιότητας». Ότι η «αναγκαιότητα είναι η ταξική πάλη», αυτή είναι ο νόμος της ιστορικής εξέλιξης. Άρα εφ’ όσον υπηρετήσω την αναγκαιότητα κι ενταχθώ στην ταξική πάλη, θα νοιώσω και θα είμαι ελεύθερος.
Ότι όταν καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία και καταργηθούν και οι τάξεις, θα πάψει η καταπίεση και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Πιστεύω ότι η ελευθερία είναι η συνείδηση της αβεβαιότητας. Ότι δεν είμαι σε θέση να συλλάβω την αναγκαιότητα στο σύνολό της, γιατί είμαι μέρος της, ένα υπό κείμενο, όπως όλοι είμαστε υπό κείμενα. Επίσης ότι η ελευθερία ως έννοια απόλυτης λύτρωσης ή ευ-τυχίας είναι μια φενάκη. Δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος από το σκαρί μου, τους γονείς μου, την οικογένειά μου, το γεωφυσικό, το κοινωνικό περιβάλλον. Δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος από το θάνατο, την α-σθένεια, τις κακουχίες από τη φύση κι από συνανθρώπους, από μια ερωτική απόριψη, από τις ανάγκες του εαυτού μου.
Πιστεύω επίσης ότι η ιστορική εξέλιξη δεν καθορίζεται μόνο από την ταξική πάλη, την πάλη για την οικονομική ιδιοκτησία και τα οικονομικά αγαθά, την πάλη για την επιβίωση. Αλλά ταυτόχρονα και σε ένα αξεδιάλυτο σύνολο κι από την πάλη για την αναπαραγωγή της επιβίωσης, δηλαδή τον ερωτικό ανταγωνισμό.
Όταν ο άλλος μου πάρει τη γυναίκα που επιθυμώ, για άλλους τον άνδρα, κανένα κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί αυτό να το ανατρέψει. Θα μπορούσε ίσως να το ανατρέψει, αν κι εγώ αποκτούσα μεγάλο υλικό πλούτο ή πολιτική ή όποια άλλη εξουσία. Μία από τα ίδια δηλαδή, χαλίφης στη θέση του χαλίφη.
Νοιώθω ότι όσο μαζικότερα παραδεχτούμε το ρόλο του ερωτικού ανταγωνισμού, τόσο πιο εύκολο είναι να βρούμε καλύτερες μορφές κοινωνικής συμβίωσης. Με τη έννοια ότι θα χρησιμοποιούμε λιγότερα ιδεολογικά και πολιτικά προσχήματα, για να δικαιολογήσουμε τον μεταξύ μας ανταγωνισμό.

Σε ότι αφορά την άλλη αρχική αριστερή μου πεποίθηση, περί κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, μέσω της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας, έχω επίσης μια σειρά από ερωτήματα. Δεν θα υπάρχει και τότε εκμετάλλευση, μέσω της υπεροχής ή της μειονεξίας στη φυσικά κληροδοτημένη σωματική ρώμη, στην εμφάνιση, στην υγεία, στις χ ή ψ διανοητικές ικανότητες και δεξιότητες;
Και μέχρι ποιού σημείου θα καταργηθεί η ατομική διοκτησία και με ποιό τρόπο θα καταργηθεί, με τη βία; Και η βία δεν θα προκαλέσει αντιβία;
Και ποιός και πως, με ποιόν έλεγχο, δίχως να αποκτήσει κι αυτός ιδιαίτερα προνόμια, θα διαχειριστεί τη συλλογική ιδιοκτησία;

Προσωπικά προτιμώ αντί να έχω πισίνα, να έχω καθαρή θάλασσα. Θα μου άρεσε επίσης, για πολλούς λόγους, κανείς να μην έχει πισίνα. Προτιμώ όμως, αυτόν που έχει, να μην επιδιώξω να του την πάρω με τη βία, αλλά είτε να τον πείσω ότι είναι ανόητος που προτιμά το γλυκό από το θαλασσινό νερό, είτε με άλλους τρόπους να τον αποθαρρύνω.

Κρατάω από την αριστερά το μεταρρυθμιστικό πνεύμα, τη διάθεση αλλαγής καταστημένων δομών κι εξουσιών που εμποδίζουν μια καλύτερη ατομική και συλλογική ζωή. Το συλλογικό πνεύμα και την αίσθηση της κοινότητας. Την άποψη ότι οι ιδέες των ανθρώπων καθορίζονται από τον τρόπο ζωής τους. Το αίσθημα δικαιοσύνης, αντιλαμβανόμενος τη δικαιοσύνη ως ισοροπία κι όχι ως «να γίνουμε το παν εμείς», χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη. Τη θυσιαστική αντίληψη.

Πετάω από την αριστερά την απόλυτη λυτρωτική επιθυμία, τη ψευδαίσθηση του επίγειου παράδεισου. Το αίσθημα υπεροχής έναντι των μη αριστερών. Κάθε αντιδημοκρατική κι εξαναγκαστική νοοτροπία. Την αντίληψη πως ότι είναι καλό για την αριστερά είναι εκ προιμίου καλό για όλους, την αυτοαναπαραγωγική δηλαδή επιθυμία ανεξάρτητα από τις κοινωνικές ανάγκες και διεργασίες. Την ιδέα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Δεν μου αρέσει τέλος, μια προκρούστεια αντίληψη της ισότητας και της ομοιότητας. Προτιμώ την αντίφαση ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι, ίδιοι και ταυτόχρονα διαφορετικοί κι ότι δε χρειάζεται να αξιολογούμε συνεχώς τη διαφορετικότητα.

Μετά από όλα αυτά είμαι υποχρεωμένος να θέσω δύο ακόμα ερωτήματα που με απασχολούν. Το πρώτο: Είναι ανάγκη να εξακολουθώ να αυτοπροσδιορίζομαι ως αριστερός λόγω εμπειρικής-συναισθηματικής ταύτισης; Τα ίδια με μένα δεν μπορεί να υποστηρίξει και κάποιος που αυτοπροσδιορίζεται αλλιώς; Δεν είναι καλύτερα να συμφωνήσουμε πρώτα στο τι θέλουμε και μετά στη ταμπέλα, πόσο μάλλον όταν όλες οι ταμπέλες είναι και μουτζουρωμένες;
Το δεύτερο ερώτημα: Αφού διαπιστώνω ότι οι πεποιθήσεις μου έχουν μεταβληθεί στο διάβα του χρόνου, τι με διαβεβαιώνει πως δεν μπορεί ξανά να μεταβληθούν; Τίποτα. Για αυτό είναι ίσως καλύτερο κανείς, αντί να κρατά το μεγάλο καλάθι της βεβαιότητας και του φανατισμού, να κρατά το μικρό καλάθι της μετριοπάθειας. Αυτό δε σημαίνει επειδή κάηκες στο χυλό να φυσάς και το γιαούρτι. Δηλαδή διαρκή μουγκαμάρα και αδράνεια που ευνοεί τους φανατικούς καταστροφείς κάθε απόχρωσης.

Λοιπόν ο ένας έχει την κομμουνιστική ιδεολογία, είναι απόλυτα βέβαιος για αυτήν, μάλιστα τόσο πιο βέβαιος όσο πιο αβέβαιος αισθάνεται και θεωρεί επιπλέον τον εαυτό του καλύτερο από όσους δεν την έχουν. Κι ο άλλος με τον αντίστοιχο τρόπο έχει τη φιλελεύθερη ιδεολογία, κι ο άλλος την αναρχική, τη φασιστική, τη ρατσιστική, τη χριστιανική, τη καθολική, την ορθόδοξη, τη μουσουλμανική, τη σιϊτική, τη σουνιτική, τη βουδιστική, την άθεη, την επιστημονική, την αστρολογική, τη δωδεκαθεϊστική κι όλοι είμαστε βέβαιοι, σίγουροι.

Στη πράξη αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στο να τσακωνόμαστε, να σκιαμαχούμε, για το ποιός έχει δίκιο, παρά για την επίλυση των κοινών μας προβλημάτων, όσο πιό πολύ δε τσακωνόμαστε, τόσο αυτά τα προβλήματα επιδεινώνονται.
Να αναζητήσουμε λύσεις, να συγκρουστούμε ακόμα για αυτές, μα με αφετηρία τη μετριοπάθεια κι όχι τη παντογνωσία, τη συλλογικότητα κι όχι τον ατομισμό, τη μελέτη κι όχι τη προχειρότητα και τον αφορισμό, το κόστος, το τίμημα, τη θυσία κι όχι το «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε».