Η ΑΠΛΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ

“Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας”

Το εκλογικό σύστημα δεν είναι ένα τεχνικό πολιτικό ζήτημα, που αφορά μόνο το πόσες έδρες καταλαμβάνει κάθε κόμμα στη Βουλή. Είναι ένα πρωταρχικό και ουσιώδες θέμα που αφορά τη δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας, τη δυνατότητά της να λειτουργεί συνεκτικά και δίκαια.
Με όλα ανεξαίρετα τα εκλογικά συστήματα των τελευταίων 33 χρόνων μετά τη μεταπολίτευση του 1974, έχει θεσπισθεί η αρχή “ η μειοψηφία κυβερνά και η πλειοψηφία ελέγχει”.
Γιατί μειοψηφία είναι η σημερινή κυβέρνηση του 41,8%, μειοψηφία ήταν κι όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, με εξαίρεση τη πρώτη εκλεγμένη μεταδικτατορικά κάτω από ειδικές συνθήκες. Με το νέο εκλογικό νόμο που εισάγει η κυβέρνηση, επιχειρείται η περαιτέρω ενίσχυση του αντιδημοκρατικού αυτού φαινομένου.

Το βασικό “λογικό” επιχείρημα που χρησιμοποιείται, για να “νομιμοποιείται” αυτή η απαράδεκτη αντιδημοκρατική παράδοση, είναι ότι “στην Ελλάδα δεν μπορούν να υπάρξουν κυβερνήσεις συνεργασίας, γιατί τα κόμματα δεν μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους κι ως εκ τούτου χρειαζόμαστε πάσει θυσία μονοκομματικές κυβερνήσεις”. Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι “όποτε είχαμε κυβερνήσεις συνεργασίας αυτές απέτυχαν”.

Μια απλή ματιά να ρίξει κανείς στην ιστορία των 180 χρόνων περίπου του νεοελληνικού μας κράτους, θα δεί πλήθος εμφυλίων διχασμών και συράξεων κι ακραίων αντιδημοκρατικών δικτατορικών εκτροπών. Μαζί με τις εγχώριες ευθύνες για αυτόν τον αλληλοσπαραγμό, δεν πρέπει να αγνοηθεί η τακτική του διαίρει και βασίλευε των μεγάλων δυνάμεων, που από την αρχή βοήθησαν για τα δικά τους συμφέροντα και με το αζημίωτο τη συγκρότηση και ύπαρξη αυτού του κράτους.

Φαίνεται ότι οι παραδόσεις μένουν... . Μια σύχρονη ματιά να ρίξει κανείς στη πολιτική μας ζωή, θα δεί ότι τα 9/10 του πολιτικού χρόνου αναλώνεται όχι στο πως μπορεί να λυθεί πρακτικά ένα κοινό πρόβλημα , αλλά στην άγονη κοκορίστικη διαμάχη για το ποιός έχει δίκιο για αυτό. Η καθημερινή ατομική αλλαζονεία, η κομπορρημοσύνη, η μισαλλοδοξία, η αλλότρια μετάθεση των ευθυνών, η έλλειψη αλληλοσεβασμού που διακρίνει λίγο ως πολύ το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων πολιτών, έχει γίνει πια ένα σύχρονο πολιτισμικό μας χαρακτηριστικό που διαιωνίζεται κι ενισχύεται από τους πολιτικούς μας εκπροσώπους όλου σχεδόν του πολιτικού φάσματος κι από τις τυχάρπαστες φωνές που κυριαρχούν στα ΜΜΕ.

Το επιχείρημα, η πιπίλα πιο ορθά, “περί αδυναμίας συνεργασίας”, είναι ίσα ίσα ένα σοβαρότατος επιβιωτικός πολιτικός και πολιτισμικός λόγος για την ανάγκη υιοθέτησης, επιβολής, θέσπισης της συνεργασίας.

Το άλλο επιχείρημα περί αποτυχίας των προηγουμένων κυβερνήσεων συνεργασίας είναι και αυτό έωλο. Τέτοιες κυβερνήσεις είχαμε δύο τη μεταπολιτευτική περίοδο. Τη κυβέρνηση Τζαννετάκη, με σύμπραξη Ν.Δ., Συνασπισμού και την Οικουμενική με Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμό. Και οι δυό ήσαν πολύ βραχύβιες, δημιουργήθηκαν όχι από διάθεση συνεργασίας αλλά σε συνθήκες έντονης πολιτικής πόλωσης και υπονομεύτηκαν από την επιθυμία μονοκομματικής διακυβέρνησης και πρωθυπουργοποίησης του αρχηγού του ισχυρότερου πολιτικού κόμματος.

Συμπερασματικά η υιοθέτηση της απλής αναλογικής είναι αναγκαία για τους παρακάτω λόγους:

Για να υπάρχει κατ' ουσία κι όχι κατ' όνομα δημοκρατία, δηλαδή κυβέρνηση πλειοψηφίας, ικανή και ισχυρή να προωθήσει με μελέτη, προγραμματισμό και τη μέγιστη δυνατή συναίνεση, τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη σε όλους τους τομείς η χώρα. Για να υιοθετηθεί ένα νέο πολιτισμικό πρότυπο συνεργασίας και δικαιοσύνης, αντί του άγονου αλληλοσπαραγμού και της ρεμούλας των ημετέρων επιτήδειων. Για να μπορεί να αξιοποιηθεί δημιουργικά κι αξιοκρατικά, δίχως αποκλεισμούς, στο σύνολο του το διαθέσιμο στελεχικό μας δυναμικό. Για να υπάρχει ισχυρή κι αδιαμφισβήτητη διεθνής παρουσία της οιασδήποτε κυβέρνησης.

Το αίτημα της υιοθέτησης της απλής αναλογικής αφορά όλους τους πολίτες, όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Θέλουμε δημοκρατία, διάλογο και συνεργασία ή αδύναμες ευάλωτες σε κάθε εσωτερική και διεθνή πίεση κυβερνήσεις μειοψηφίας, κοκορομαχία και διχασμό.

Σε αυτό το δίλημμα όλοι πρέπει να επανατοποθετηθούν. Και όσοι μέχρι τώρα επαγγέλονταν τη δημοκρατία στα λόγια, για να κυβερνήσουν από μόνοι τους κι όσοι απέφευγαν τη συμμετοχή σε κυβερνητικές ευθύνες για να ασκούν εκ του ασφαλούς κριτική. Είναι ή δεν είναι “ Αυτό το χώμα δικό τους και δικό μας.”

Με κεντρικό άξονα την υιοθέτηση της απλής αναλογικής, στα πλαίσια μιας γενικότερης αναγεννητικής προσπάθειας εκδημοκρατισμού κι εκπολιτισμού της χώρας, θα μπορούσε να συγκροτηθεί δίχως αποκλεισμούς το ευρύτερο δυνατό μέτωπο πολιτών και πολιτικών δυνάμεων.

ΥΓ.Προφανώς το εκλογικό σύστημα δεν αρκεί από μόνο του σε μια αναγεννητική προσπάθεια. Η υιοθέτηση όμως των δημοκρατικών αρχών και της δημοκρατικής νοοτροπίας σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής αποτελεί μια αναγκαία προϋπόθεση. Κι ένα ασφαλές κριτήριο για την αξιολόγηση στη πράξη όσων επαγγέλονται τη δημοκρατία

Σημ: Δημοσιεύτηκε στην "Ελευθεροτυπία" στις 14.12.2007

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Το ψευδαισθησιακό όνειρο της λύτρωσης ήταν το άλλοθι για να τολμήσουμε να βγάλουμε το φίδι από τη τρύπα. Η ακύρωση του ονείρου είναι το άλλοθι για να καθόμαστε στ' αυγά μας.
Κατ' άλλη διατύπωση αν κάποτε ήταν ευρέως διαδεδομένη η πλάνη ότι η προσωπική ευημερία περνά μέσα από τη κοινωνική ευημερία, σήμερα είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίστροφη κι εξ ίσου δογματική πλάνη, ότι η προσωπική ευημερία είναι ανεξάρτητη τη κοινωνικής ευημερίας.

Δυό φορές έχω κλάψει για πολιτικούς λόγους στη ζωή μου:

Η μία ήταν όταν είδα τον προσωπικό μου βασανιστή να είναι επικεφαλής της επιχείρησης σύλληψης 500 νέων που είχαν κλειστεί μέσα στο Πολυτεχνείο, το 1995. Η εμπειρική σκέψη που προκάλεσε το κλάμμα ήταν, ενώ όλοι πανηγύριζαν ή έβριζαν: “ Μα κανείς δε σκέφτεται και δε μιλά για τη στοργή πούχουν ανάγκη αυτά τα παιδιά, όλα τα παιδιά”.

Η δεύτερη φορά που καιγόταν όλη η Ελλάδα.: “Μα είμαστε τόσο ρεμπεσκέδες να αφήνουμε τόσα χρόνια, τις πιό ανίκανες, μωροφιλόδοξες, φανατικές φωνές να διαφεντεύουν αυτή τη χώρα,
να απασχολούν κατά τα 9\ 10 τη πολιτική ζωή και το δημόσιο βίο, με το ποιός έχει δίκιο για ένα πρόβλημα παρά με την ίδια την επίλυσή του.

Πετάω από το Πολυτεχνείο σήμερα το φανατισμό και το πνεύμα αντιδικίας. Δικαιολογημένο τότε
από τον εξουσιάζοντα φανατισμό. Κρατάω το πνεύμα αντίστασης, την αίσθηση του ελεύθερου πολιορκημένου, το ρίσκο, το κόντρα στο ρεύμα, τη συμμετοχή στη ροή του ανθρώπινου ιστού. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο πηγές έμπνευσης ήταν η αντίσταση στη γερμανική κατοχή, το 21 κ.ο.κ.

Πιστεύω ακράδαντα ότι η σημερινή αντίσταση στο ρεύμα είναι: Η ενασχόληση σε ένα ποσοστό, ας πουμε 10%, της ατομικής μας ζωής με τα κοινά σε όλα τα επίπεδα από τα μικρότερα μέχρι τα μεγαλύτερα. Η συνεργασία και η ανάδειξη των πιο δημιουργικών κι αφανάτιστων δυνάμεων σε αυτό τον τόπο, δίχως στείρες αυτοαναπαργωγικές παλιές πολιτικοϊδεολογικές διακρίσεις, σε μια προσπάθεια συγκροτημένης αντιμετώπισης των σύγχρονων κοινών πολιτικών προβλημάτων. Να το πω στα ίσα, όνειρο μου είναι το ξεκίνημα μιας νέας πανεθνικής προσπάθειας για την αναγέννηση κι επανίδρυση της Ελλάδας. Κοινωνικά δίκαιης και οικολογικής με αμοιβαίο σεβασμό κι όχι αλληλοσπαραγμό των πολιτών της, εστία συνάντησης όλων των πολιτών της γης σε μια παγκόσμια απαίτηση για τη δημοκρατική διαχείρηση της παγκοσμιοποίησης.


ΥΓ. Τα 9\10 από τους 2500 χιλιάδες περίπου που παρέμειναν μέχρι το τέλος κλεισμένοι στο Πολυτεχνείο εκείνη τη νύχτα, ρισκάροντας γιατί θα μπορούσαν πριν να είχαν φύγει, δεν είναι σήμερα ευρύτερα γνωστά στη κοινωνική και πολιτική ζωή.

Σημ: Δημοσιεύτηκε στο ΕΘΝΟΣ στις 18.11.2007 στα πλαίσια αφιερώματος για τη 34η επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου

Η «πολιτική αγορά» και οι Αταξινόμητοι

Εν μέσω μιας συγκυρίας πολιτικής κρίσης, ρευστότητας και αναδιάταξης εντείνεται το άγχος επανατοποθέτησης που αισθάνονται οι ανένταχτοι αριστεροί (εν απομονώσει ή «συνομιλούντες») και οι «ενεργοί πολίτες» απέναντι στις πρωτοβουλίες των κομματικών σχηματισμών.
Ο κόσμος αυτής της αξιακά επενδεδυμένης εξατομίκευσης (με σαφές πολιτικό πρόσημο) βρίσκεται σε Συμπληγάδες. Από τη μια είναι αποκομμένος και ανίσχυρος μπροστά στο Πραγματικό του υπάρχοντος δικομματικού συστήματος (που μοιάζει να χάνει την ηγεμονία του) και της μάζας δυσαρεστημένων αναποφάσιστων οι οποίοι καλούνται να επιλέξουν μεταξύ των διαθέσιμων επιλογών που διαμορφώνει η πολιτική «αγορά». Από την άλλη καλείται να διαχειριστεί το Φαντασιακό του, το οποίο του υποβάλλει την ιδέα ότι πέρα από τις υπάρχουσες επιλογές υπάρχει το περιθώριο να συγκροτηθεί και μια νέα, «ιδιότυπη» πρόταση μέσα από επιμέρους επίδοξες πρωτοβουλίες.
Πρωταρχικό λοιπόν βήμα είναι να ξεκαθαρίσει ο κόσμος αυτός να επιλέξει μεταξύ των δυνατοτήτων του Πραγματικού και των δυνατοτήτων του Φαντασιακού..

Α) Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Μια αναγκαία διευκρίνιση: δεν μπορεί οποιαδήποτε ατομική πρωτοβουλία να καταχωριστεί στο Φαντασιακό αλλά μόνο εκείνες που το διαρκές σκόπιμο νόημά τους απολήγει σε δημιουργία πολιτικών οργανώσεων. Κάθε ευκαιριακή συνεύρεση, κάθε λέσχη προβληματισμού ή ad hoc αγωνιστική δράση δεν εντάσσεται στο Φαντασιακό. Ισα-ίσα, συνδέεται με τη σφαίρα της δημοκρατίας και της αναζήτησης ιδεών. Σε εποχή που το πολιτικό σύστημα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους κομματικούς μηχανισμούς και ιδίως από το δικομματισμό αλλά ρυθμίζεται και από το αταξινόμητο πολιτικό πράττειν η ύπαρξη πρωτοβουλιών, δημιουργίας «ρευμάτων σκέψης», ομάδων πίεσης κλπ. έχει ένα πραγματικό αντίκρισμα.
Ανήκει όμως στο Φαντασιακό οποιαδήποτε λογική σέκτας και απόρριψης του υπάρχοντος μόνο και μόνο γιατί το υποκείμενο αιθάνεται αποκλεισμένο ή ανίσχυρο ή άλλης νοοτροπίας ή ακόμη και άλλης αισθητικής.
Επίσης, στο Φαντασιακό εντάσσεται κάθε ιδέα δημιουργίας πολιτικών κινήσεων που συνδέονται με το ναρκισσιστικό εγώ, με την ιδεοληψία του Μοναδικού ή με τη δυσανεξία απέναντι στο διαφορετικό και με ό,τι θα συνόψιζε η στάση «Μονής Εσφιγμένου». Εκεί δηλαδή που το «νέμω» και το «διαλέγομαι» είναι περιττά. Θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ωστόσο: πλήρης απώθηση του Φαντασιακού δεν είναι σωστή, διότι λειτουργεί ως παράξενος ισορροπιστής απέναντι στον ισοπέδωτικό και εργαλειακό λόγο του Πραγματικού. Οφείλουμε όμως, ειδικά στο συγκεκριμένο ζήτημα, να το περιορίσουμε έξω από το κατώφλι της πολιτικής.

Β) Ποια είναι η τοποθέτηση απέναντι στα υπάρχονται κοινοβουλευτικά κόμματα. Η δυσπραγία σχετικά με την εκδήλωση εξωκομματικών πρωτοβουλιών δεν μπορεί να οδηγήσει σε παθητική αποδοχή των προσφερόμενων option του κομματικού συστήματος. Αυτό θα ήταν μια απλή καταναλωτική συμπεριφορά: να δούμε δηλαδή τι έχουν τα ράφια του πολιτικού super market και να τα ρίξουμε στο καλάθι μας. Από την άλλη πλευρά εκείνο που θα πρέπει να προσέξουν οι μακροχρόνια ανένταχτοι αριστεροί είναι η εμφάνιση μιας ενδεχόμενης αλαζονείας απέναντι σε ανθρώπους εξίσου ή και περισσότερο σκεπτόμενους, ανήσυχους και μορφωμένους οι οποίοι εντάχθηκαν και εργάστηκαν σε κομματικούς μηχανισμούς χωρίς αναγκαστικά ιδιοτελείς σκοπιμότητες. Ο αποκλεισμός των καθ’ έξιν ανένταχτων αριστερών (που προτιμώ να τους χαρακτηρίζω Αταξινόμητους) από διαδικασίες αντιπροσώπευσης και αποφάσεων με δημόσιο εξουσιαστικό περιεχόμενο ενδεχομένως τους έχει καλλιεργήσει μια λανθάνουσα αντιεξουσιαστική στάση την οποία πρέπει να υποβάλλουν σε έλεγχο.
Όχι μόνο ολόκληρος ο κόσμος των ανένταχτων και των ενεργών πολιτών (αυτό που θα ονομάσω alter populus και θα για τον οποίο θα κάνω λόγο σε άλλο κείμενο) αλλά και τα κόμματα -μηδ’ εξαιρουμένης και της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς- αισθάνονται μια αμηχανία απέναντι στη διαχείριση όχι τόσο των διαφόρων προγραμματικών θέσεων αλλά των αξιών. Οι εντάσεις γύρω από ζητήματα ηθικής, με επίκεντρο την εντιμότητα, κορυφώνονται -ιδίως όταν ο λαός, έστω και σε ελάχιστη δόση, πληροφορείται τη διαφθορά της εξουσίας. Όλοι ξέρουν ότι από το παιχνίδι θα βγει κερδισμένος όχι ο πλέον «ηθικός», διότι δεν είναι αυτό το ζητούμενο, αλλά ο πλέον μέχρι στιγμής άφθαρτος.
Πιθανότατα στην παρούσα συγκυρία ο κόσμος των «γενικώς» ανένταχτων ή και των «αναποφάσιστων» θα θελήσει να τοποθετηθεί με αυτό το κριτήριο, δηλαδή της ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού. Το σημείο αυτό θέλει ιδιαίτερη προσοχή για ορισμένους λόγους: α) Η ανανέωση αυτή έχει μια δημοκρατικίζουσα «διαδικασιολογική» πλευρά που απλώνεται σε όλο το κοινοβουλευτικό φάσμα και αποπροσανατολίζει. β) η εφαρμογή διστακτικών ή εκτεταμένων ανανεώσεων καλλιεργεί το συνειρμό είτε ενός υποτιθέμενου «συμβιβασμού» είτε, αντίστοιχα, μιας θαρραλέας «υπέρβασης» του ισχύοντος συστήματος.
Το κριτήριο, επομένως της περισσότερης ή λιγότερης ανανέωσης των υπαρχόντων κομματικών μηχανισμών, μολονότι αποτελεί μια θετική ένδειξη, δεν είναι ασφαλές για διαμόρφωση πολιτικής προτίμησης.
Ειδικότερα όμως η πλευρά των Αταξινόμητων φαίνεται να τοποθετείται ελάχιστα καταρχήν με βάση την ανανέωση, σχετικά λίγο με βάση τις παραδοσιακές ιδεολογικές και πολιτικές «γραμμές» και πολύ περισσότερο με αυτό που θα χαρακτήριζα «ανοικτές πολιτικές». Όποιος κομματικός σχηματισμός θελήσει να αυτοπροσδιοριτεί στην ευρυτερη αριστερά και να δείξει ότι ανοίγει αυτό το περιθώριο για πολιτική κινητικότητα, συμμετοχή και «αξιοπρεπή φιλοξενία» στο ευμετακίνητο ρεύμα των ανένταχτων αριστερών πολιτών θα έχει οφέλη. Λέγοντας αυτό δεν υποδεικνύω κάτι, μιλώ για το τι πιθανολογώ ότι θα συμβεί εμπειρικά. Το κατά πόσον αυτό μπορεί να έχει και κανονιστική αξία είναι προς διερεύνηση, την οποία θα επιχειρήσω σε ακόλουθο σημείωμα. Εκεί θα εξεταστεί το τι σημαίνει σήμερα για τους αριστερούς ενεργούς πολίτες ο δημόσιος διάλογος, η διαβούλευση και η κριτική με το «ανοικτό κόμμα».

Θάνος Κωτσόπουλος